κτίση

κτίση
η (AM κτίσις) [κτίζω]
1. κτίσιμο, ίδρυση, θεμελίωση, ανέγερση («η κτίση τής Ρώμης» — η ίδρυση τής Ρώμης ως αφετηρία χρονολόγησης που χρησιμοποιήθηκε από Λατίνους συγγραφείς και απαντά σε επιγραφές και η οποία, κατά την επικρατέστερη εκδοχή, τοποθετείται στο 753 π.Χ.)
2. η δημιουργία τού κόσμου εκ τού μηδενός, η πλάση («ἀπὸ δὲ ἀρχῆς κτίσεως ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς ὁ θεός»)
3. η φύση, η πλάση, ο κόσμος, η οικουμένη, το σύμπαν (α. «οἱ Οὐρανοὶ ἀγάλλονται, χαίρετ' ἡ κτίσις ὅλη» β. «βασιλεῡ πάσης κτίσεως», ΠΔ)
μσν.
πλάσμα, μορφή
αρχ.
1. αποίκιση, οικισμός αποικίας («ἔτεσιν ἐγγύτατα πέντε καὶ τριάκοντα καὶ ἑκατὸν μετὰ Συρακουσῶν κτίσιν», Θουκ.)
2. πράξη, έργο
3. κανόνας, διάταξη, αρχή («ὑποτάγητε οὖν πάση ἀνθρωπίνη κτίσει διὰ τὸν Κύριον», ΚΔ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κτίση — η 1. χτίσιμο, ίδρυση: Τον αιώνα αυτόν έγινε η κτίση της Ρώμης. 2. η δημιουργία του κόσμου από το Θεό. 3. πλάση, κόσμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κτίση — κτίσις founding fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίσῃ — κτίσηι , κτίσις founding fem dat sg (epic) κτίζω people aor subj mid 2nd sg κτίζω people aor subj act 3rd sg κτίζω people fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διονύσιος ο Μικρός — (Σκυθία ; – Ρώμη 540; μ.Χ.). Εκκλησιαστικός συγγραφέας. Εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου και έδρασε, περίπου το 500. Ο ίδιος αποκαλούσε τον εαυτό του «Μικρόν» και έτσι έμεινε γνωστός (Exiguus). Ασχολήθηκε κυρίως με μεταφράσεις ελληνικών βιβλίων στη… …   Dictionary of Greek

  • κτίσηι — κτίσις founding fem dat sg (epic) κτίσῃ , κτίζω people aor subj mid 2nd sg κτίσῃ , κτίζω people aor subj act 3rd sg κτίσῃ , κτίζω people fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χτίση — η, Ν η κτίση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτίση, με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού κ στο διαρκές χ (πρβλ. κτίζω: χτίζω)] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН (ЗИЗИУЛАС) — Иоанн (Зизиулас [греч. ᾿Ιωάννης Ζηζιούλας] (род. 10.01.1931, с. Катафийон, близ г. Козани, Греция), митр. Пергамский (с 1986), богослов. Жизнь Иоанн (Зизиулас), митр. Пергамский, на конференции «Святитель Василий Великий отец и учитель Церкви» в… …   Православная энциклопедия

  • έντιμος — (6ος; αι. π. Χ.). Ένας από τους οικιστές της Γέλας, στη Σικελία. Ήταν αρχηγός των Κρητών και ταξίδεψε μαζί με τον Ρόδιο Αντίφημο, 45 χρόνια μετά την κτίση των Συρακουσών. * * * η, ο (AM ἔντιμος, ον) Ι. αυτός τον οποίο τιμούν και επαινούν νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • ανάσταση — I Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, η Α. είναι το θεμελιώδες γεγονός κατά το οποίο ο Χριστός με τη σταύρωση και την ταφή κατάργησε το κράτος του θανάτου και χάρισε την αιώνια ζωή στο ανθρώπινο γένος. O Θεάνθρωπος ένωσε τη θεία με την ανθρώπινη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”